Αυτό είναι το “Κεφάλαιο 3” από το βιβλίο “Εφαρμογές Βιοανατροφοδότησης” και έχει τίτλο: “ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Ο μηχανισμός «υποκειμενοποίησης» των στρεσοπαραγόντων”. Η Α.Ρ.Α. βιβλιογραφική αναφορά του είναι: “Χρηστίδης, Δ.Α. (2001). Εφαρμογές Βιοανατροφοδότησης. Αθήνα: Έλλην.”
Εάν χρησιμοποιήσετε ως παραπομπή αυτό το άρθρο μου (ή κάποιο άλλο) σε κάποια εργασία σας ή δημοσίευση, σας παρακαλώ πολύ να με ενημερώσετε. Θα χαρώ πολύ εάν μου στείλετε την εργασία σας για ενημέρωση. Σας ευχαριστώ προκαταβολικά.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Ο μηχανισμός «υποκειμενοποίησης» των στρεσοπαραγόντων
Θεωρώντας ότι το “εύ’ ζήν” σχετίζεται με την ισορροπημένη λειτουργία του ψυχονευροενδοκρινολογικού άξονα (ΨΝΕ) και, αντίστοιχα, ότι παρατεταμένες και έντονες διεγέρσεις του ΨΝΕ άξονα σχετίζονται με ψυχοφυσιολογικές δυσλειτουργίες, εννοείται ότι η σωστή διαχείριση του στρες σχετίζεται με καλή ποιότητα ζωής και υγεία, ενώ η άστοχη ή ανεξέλεγκτη ύπαρξη του με κακή ποιότητα ζωής, ψυχολογική οδύνη, παθογενετικούς μηχανισμούς και, τελικά, ασθένεια.
Προκαλεί πράγματι ενδιαφέρον το γεγονός ότι η αντίδραση του στρες, οριζόμενη ως “οι οργανικές (νευροενδοκρινολογικές) αλλαγές που προκύπτουν από την διαδικασία προσαρμογής του οργανισμού σε προκλήσεις του περιβάλλοντος (εξωτερικού και εσωτερικού)”, ποικίλει από άτομο σε άτομο. Δεδομένου δηλαδή ενός συγκεκριμένου στρεσοπαράγοντα, όχι μόνο δεν θα ενοχληθούν καθόλου κάποια άτομα, αλλά και σ’ αυτούς που θα αντιδράσουν, το στρες θα εκφραστεί με διαφορετικές εντάσεις και μορφές. Η διαφοροποίηση αυτής της έκφρασης, ενώ εξαρτάται από την ποικιλομορφία των εκλυτικών παραγόντων -που επηρεάζουν και την ισχύ της- καθορίζεται από το στυλ αντιμετώπισης του ατόμου.
Η «αντιμετώπιση» είναι μία κυρίως γνωστική διαδικασία του ατόμου, που ξεκινά από τη στιγμή εμφάνισης του στρεσοπαράγοντα και μέσω συνεχούς εκτίμησης και χρήσης των διαθέσιμων αποθεμάτων ενέργειας, υποστηρικτικών μηχανισμών και αντιμέτρων καθορίζει την τελική αντίδραση του οργανισμού. Υπό αυτούς τους όρους, η αντιμετώπιση έχει την μικτή έννοια του «οργανώνομαι-προσπαθώ-απαντώ» κ.α., όπου στο τέλος θα φανεί και ο βαθμός επιτυχίας αυτής της προσπάθειας.
Ενώ «στρεσοπαράγοντας» καλείται οποιοδήποτε ερέθισμα ή πληροφορία που εκλύει την αντίδραση του στρες στον ανθρώπινο οργανισμό, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο οργανισμός αποφασίζει εάν ένα συγκεκριμένο ερέθισμα θα καταλογισθεί ως στρεσοπαράγοντας ή όχι και σε τι βαθμό. Το κάθε ερέθισμα δηλαδή, περνά από μια στιγμιαία διαδικασία αξιολόγησης του τύπου: “θετικό” – “ουδέτερο” – “αρνητικό”. Εάν κριθεί αρνητικό, αυτόματα εξισώνεται με στρεσοπαράγοντα (αρνητικό = στρεσοπαράγοντας) και αμέσως ξεκινά η διαδικασία της αντιμετώπισης με μία περαιτέρω αξιολόγηση του στρεσοπαράγοντα ως προς τη ζημιά που ήδη έχει κάνει, την μελλοντική απειλή που επιφέρει και το μέγεθος της πρόκλησής του. Αξιολογείται δηλαδή, ο στρεσοπαράγοντας, με βάση την “απόλυτη” αντίληψη του κέρδους, της πείρας και της γνώσης που εμπεριέχει. Αυτού του είδους “κύριες εκτιμήσεις” ακολουθούνται από “δευτερεύουσες”, όπου διερευνάται η επάρκεια των υπαρχόντων μηχανισμών και αποθεμάτων του οργανισμού για αντίσταση στον κίνδυνο ή/και τη ζημιά που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο γεγονός.
Η αντιμετώπιση, δηλαδή, είναι η διαδικασία διαχείρισης απαιτήσεων (εξωτερικών και εσωτερικών) που εκτιμώνται ως επιβαρυντικές ή υπερβαίνουσες των δυνατοτήτων, των πόρων, των προσόντων και της εφευρετικότητας του ατόμου. Η αναμενόμενη νευροφυσιολογική διέγερση που συνδέεται με την αντίδραση του στρες έχει σαφείς αναλογίες έντασης με τα διαπραγματευόμενα της αντιμετώπισης (επίσης όμως επηρεάζεται από “συνήθειες” του ατόμου και άλλα χαρακτηριστικά “απαντητικότητας”).
Σε γενικές γραμμές, η αντιμετώπιση χαρακτηρίζεται από προσπάθειες που εμπίπτουν σε δύο κύριες κατηγορίες: “ανεύρεση λύσεων” και “συναισθηματική ρύθμιση”, όπου, συνήθως, οι στρατηγικές των δύο αυτών κατηγοριών συντρέχουν.
Οι εκατοντάδες στρατηγικές που θα μπορούσε να ακολουθήσει κάποιος στις διαστάσεις της “ανεύρεσης λύσεων” και της “συναισθηματικής ρύθμισης”, κατηγοριοποιούνται περαιτέρω σε: α) “αναζήτηση πληροφορίας”, όπου κάποιος προσπαθεί να ενημερωθεί ή/και να εκπαιδευτεί σε σχέση με το πρόβλημα του, β) “ευθείες κινήσεις”, όπου τα λαμβανόμενα μέτρα και συμπεριφορές του κατευθύνονται ευθέως στον στρεσοπαράγοντα, γ) “αναστολή δράσης”, όπου, ως τρόπος αντίδρασης, η έλλειψη ανταγωνιστικής συμπεριφοράς ή απάντησης καταλήγει στην αποφυγή κινδύνου ή ντροπής ή περαιτέρω κόστους, δ) “ενδοψυχικές αντιδράσεις”, όπου μηχανισμοί αντίδρασης, όπως άρνηση, αποφυγή ή διανοητικοποίηση ενός στρεσοπαράγοντα αποσκοπούν στη συναισθηματική ισορροπία και ε) “στροφή σε άλλους” για βοήθεια και συναισθηματική ενδυνάμωση, όπου το άτομο ενεργοποιεί ή αφήνεται σε μηχανισμούς του δικτύου κοινωνικής υποστήριξης (οικογένεια – γνωστούς) αντί να βασίζεται μόνο σε δικά του αποθέματα.
Τέλος, η επιλογή του τρόπου αντιμετώπισης επηρεάζεται σημαντικά από μια σειρά “εξωτερικών” και “εσωτερικών” διευκολυντικών και επιβαρυντικών παραγόντων, που συνυπάρχουν στον κόσμο του ατόμου. Αυτοί οι παράγοντες λέγονται “μετριαστικοί” επειδή α) καθορίζουν την επιλογή των στρατηγικών αντιμετώπισης στις οποίες προσφεύγει το άτομο για την διευθέτηση της στρεσογόνου εμπειρίας και β) επηρεάζουν την ένταση της αντίδρασης του στρες. Οι εσωτερικοί παράγοντες συμπεριλαμβάνουν γνωσίες, σχήματα, το σύνηθες στυλ αντιμετώπισης και άλλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Οι εξωτερικοί συμπεριλαμβάνουν τους απτούς πόρους του ατόμου (π.χ. χρήμα και χρόνο), δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης και την ύπαρξη άλλων (ανεξάρτητων) θεμάτων και στρεσοπαραγόντων που αντιμετωπίζει εν παραλλήλω (π.χ. διευθέτηση σημαντικών γεγονότων και θεμάτων καθημερινότητας).
Εν κατακλείδι, η αντιμετώπιση είναι η βασική μορφή προσπάθειας του ατόμου για την μείωση της συστημικής έντασης (στρες) και την επαναφορά του ΨΝΕ άξονα σε ομοιόσταση. Η επιτυχία της διατηρεί τη ψυχοσωματική λειτουργικότητα και υγεία ενώ η αποτυχία της συνεισφέρει στη ψυχοσωματική αποδιοργάνωση και ασθένεια.
Το σχήμα που ακολουθεί συνοψίζει τη συζήτηση και αποδίδει την χρονική/λογική απεικόνιση της αντιμετώπισης.