Αυτό είναι το “Κεφάλαιο 10” από το βιβλίο “Εφαρμογές Βιοανατροφοδότησης” και έχει τίτλο: “Φοβία Κεραυνών, Βροντών και Κρότων: Ψυχοφυσιολογική Αντιμετώπιση”. Η Α.Ρ.Α. βιβλιογραφική αναφορά του είναι: “Χρηστίδης, Δ. Α. (2001). Εφαρμογές Βιοανατροφοδότησης. Αθήνα: Έλλην.”
Εάν χρησιμοποιήσετε ως παραπομπή αυτό το άρθρο μου (ή κάποιο άλλο) σε κάποια εργασία σας ή δημοσίευση, σας παρακαλώ πολύ να με ενημερώσετε. Θα χαρώ πολύ εάν μου στείλετε την εργασία σας για ενημέρωση. Σας ευχαριστώ προκαταβολικά.
Φοβία Κεραυνών, Βροντών και Κρότων: Ψυχοφυσιολογική Αντιμετώπιση
Στα προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου, ίσως να δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η βιοανατροφοδότηση χρησιμοποιείται με αποκλειστικό σκοπό την εκπαίδευση μιας συγκεκριμένης σωματικής λειτουργίας που ευθύνεται για την εμφάνιση ή/και τη συντήρηση του συμπτώματος (δυσλειτουργίας). Ενώ, όπως επισημαίνεται στο πρώτο κεφάλαιο, η βιοανατροφοδότηση προσφέρει στη θεραπευτική διαδικασία την απαράμιλλη δυνατότητα της πιστής παρακολούθησης και επανεκπαίδευσης της δυσλειτουργικής συμπεριφοράς, εντούτοις, στο πλαίσιο των ψυχοφυσιολογικών διαταραχών, η δυσλειτουργία βασίζεται στη γενικότερη εμφάνιση της συμπαθητικής διέγερσης. Κατά συνέπεια, η εκπαίδευση στη γενική χαλάρωση κρίνεται αναγκαία για δύο κύριους λόγους. Πρώτον, για λόγους εύρυθμης λειτουργίας του οργανισμού με όρους του ψυχονευροενδοκρινικού άξονα. Δεύτερον, επειδή το άτομο, με εδραιωμένη τη συνήθεια να «εκφράζεται» μέσω παραγόντων της συμπαθητικής διέγερσης, αν και αρχίζει να ελέγχει το συγκεκριμένο νευροφυσιολογικό μηχανισμό του συμπτώματός του (μέσω της βιοανατροφοδοτικής εκπαίδευσης), εξακολουθεί να έχει την τάση να σωματοποιεί (αφού η σωματοποίηση αποτελεί το μηχανισμό έκφρασής του) και, πιθανότατα, θα οδηγηθεί στην υποκατάσταση του εν λόγω συμπτώματος με ένα καινούργιο. Συνεπώς, πρέπει να προσφερθεί εκπαίδευση όχι μόνο για τον έλεγχο του συγκεκριμένου συμπτώματος, αλλά και για τον γενικότερο έλεγχο της νευροφυσιολογικής έκφανσης του στρες, που αποτελεί το παθογενετικό υπόβαθρο των ψυχοφυσιολογικών διαταραχών.
Αυτό το κεφάλαιο, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα μιας φοβίας, που από την φύση της αντιστέκεται τη χρήση παραδοσιακών θεραπευτικών τεχνικών (έκθεση, συστηματική απευαισθητοποίηση, κ.α.), υπογραμμίζει τη χρησιμότητα της βιοανατροφοδότησης, ως μέρους ευρύτερης εκπαίδευσης, στον έλεγχο της συμπαθητικής διέγερσης.
Ο όρος “φοβία” αναφέρεται σε ακραίες και αβάσιμες καταστάσεις φόβου προς ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή τόπο. Γενικά, ο φόβος είναι ένα προσαρμοστικό συναίσθημα, ένα λειτουργικό σύστημα προειδοποίησης που μας υποστηρίζει σε επικίνδυνες καταστάσεις, ενεργοποιώντας την αντίδραση «φυγή ή πάλη» του οργανισμού. Ο πιο συνηθισμένος φόβος είναι ο φόβος για τα φίδια: είναι αρκετά δικαιολογημένος, καθώς πολλά φίδια είναι δηλητηριώδη και καλό θα ήταν να αποφεύγονται. Όταν όμως κάποιος ζει στον πέμπτο όροφο μίας πολυκατοικίας στο Κέντρο και φοβάται (τα φίδια) τόσο, ώστε να μην μπορεί να βγει από το διαμέρισμά του, τότε αυτό παύει να είναι απλώς φόβος και λέγεται φοβία. Αν και τα είδη των φοβιών που μπορούν να εμφανιστούν στον άνθρωπο είναι απεριόριστα σε ποικιλία, οι πλέον συχνές είναι οι εξής:
Acrophobia | Ακροφοβία |
Agoraphobia | Αγοραφοβία |
Astraphobia | Φοβία Κεραυνών, Βροντών και Κρότων(κροτοφοβία) |
Cardiophobia | Φοβία Καρδιακού Επεισοδίου |
Claustrophobia | Κλειστοφοβία |
Hematophobia | Φοβία του αίματος |
Hydrophobia | Υδροφοβία |
Lalophobia | Φοβία Δημόσιας Ομιλίας και Εμφάνισης |
Mysophobia | Φοβία Έκθεσης σε Βρώμες και Μικρόβια |
Phobophobia | Φοβοφοβία |
Thanatophobia | Φοβία Θανάτου |
Xenophobia | Ανθρωποφοβία |
Zoophobia | Φοβία Ζώων (Κυνοφοβία, Αιλουροφοβία, Αραχνοφοβία κλπ) |
Από αυτές, οι τρεις πλέον διαδεδομένες είναι η φοβία ζώων, η κλειστοφοβία και η ακροφοβία. Η αγοραφοβία, με την ιδιαίτερη κατηγοριοποίησή της στο DSM IV, περιλαμβάνει πλέον πολλούς αλληλοκαλυπτόμενους και αλληλοσχετιζόμενους φόβους που μπορεί να έχει κανείς όταν απομακρύνεται από το σπίτι του:
“φόβο να μπει σε καταστήματα, φόβο να αντιμετωπίσει πλήθη και δημόσιους χώρους ή να ταξιδέψει μόνος του με λεωφορείο, σιδηρόδρομο και αεροπλάνο…. Πολλοί ασθενείς είναι τρομοκρατημένοι ότι θα καταρρεύσουν και θα μείνουν αβοήθητοι μπροστά σε κόσμο.”
(ICD-10 σελ. 169)
Η περιγραφή της εμπειρίας των αγοραφοβικών επεισοδίων της Barbara Gordon (1979), γνωστής Αμερικανίδας τηλεπαρουσιάστριας, στο βιβλίο της “I’m dancing as fast as I can”, είναι χαρακτηριστική της κατάρρευσης και αποδιοργάνωσης των ασθενών με φοβίες, ανεξαρτήτως του είδους της φοβίας τους:
“Δεν είναι απλώς να τρέχεις, είπα μέσα μου, πρέπει να ξεφύγεις, σαν να είναι ότι το να κινηθείς γρήγορα θα βοηθήσει κάπως το τρόμο. Νάτος πάλι, ο παλιός φόβος, ξαναγυρίζει, όποτε έχω να πάω κάπου. Εδώ που βρίσκομαι αυτή τη στιγμή, φοβάμαι το φόβο μου. Οι κρίσεις πανικού άρχισαν να γίνονται τόσο έντονες που συχνά πάγωνα, παρέλυα. Δεν προλάβαινα να φύγω και πολύ μακριά, καθώς ο τρόμος, μεγαλύτερος του χθες, μικρότερος του αύριο, με κατάπινε σαν μία ρουφήχτρα. Περπάταγα γραπωμένη από τους τοίχους του διαδρόμου, προσευχόμενη να μη πέσω σε κανένα γνωστό.”
Η ηλικία είναι κρίσιμος παράγοντας στο ξεκίνημα μίας φοβίας. Σχεδόν όλα τα μικρά παιδιά έχουν φοβικές συμπεριφορές, οι οποίες όμως δεν προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία: Δεν είναι σπάνιο το να αφήνεται ένα φως αναμμένο ή ο γονιός να “ψάχνει” τη ντουλάπα για μπαμπούλες και φαντάσματα. Συνήθως οι φοβίες ξεκινάνε στην εφηβεία ή στην ενηλικίωση.
Υπάρχει χαλαρή συμφωνία μεταξύ των ερευνητών του χώρου ότι οι φοβίες ξεκινούν για τρεις κυρίως λόγους:
- Λανθασμένη μάθηση: όπως στο περιβόητο παράδειγμα του Μικρού Άλμπερτ (Watson & Raynor, 1920) που, αφενός “έμαθε” να φοβάται το μικρό άσπρο κουνελάκι του και αφετέρου γενίκευσε το φόβο του και σε άλλα άσπρα μαλλιαρά αντικείμενα και ζωάκια. Κλασσική, συντελεστική, μιμητική, κοινωνική και οποιαδήποτε άλλη μορφή μάθησης μπορεί να προκαλέσει μία φοβία. Πολλές φορές, έστω και ένα (μαθησιακό) γεγονός αρκεί. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί η θεωρία “των δύο φάσεων” του Maurer, σύμφωνα με την οποία η κλασική εξαρτημένη μάθηση σχετίζεται με την έναρξη της φοβίας και η συντελεστική μάθηση (μέσω της άμεσης ανακούφισης που προκαλούν οι αποφυγές) στη διατήρησή της.
- Μετάθεση: σύμφωνα με τη Φροϋδική σκέψη, η φοβία είναι αποτέλεσμα άλυτων ενδοψυχικών συγκρούσεων και μεταθέσεων που προκύπτουν από αυτές. Ένα παιδί που φοβάται το σχολείο, πιθανότατα να φοβάται τον αποχωρισμό από τη μητέρα του. Χαρακτηριστικό της μετάθεσης είναι ότι ο φοβικός ανταλλάσσει ένα μεγαλύτερο (κύριο) φόβο με ένα μικρότερο (δευτερεύοντα): ο σύζυγος που έχει φοβία με τα μαχαίρια μπορεί να έχει μεταθέσει το φόβο του ότι θα σφάξει τη γυναίκα του. Γενικά, ο ασθενής φοβάται κάτι το οποίο, λόγω της έντασής του, δεν μπορεί να φέρει σε συνειδητό επίπεδο και το μεταθέτει σε φόβο για κάτι άλλο, το οποίο μπορεί να ελέγξει.
- Μηχανισμός άμυνας σε επικίνδυνες τάσεις του ίδιου του ατόμου: κάποιος που φοβάται να μιλήσει δημόσια, ίσως να φοβάται τη τάση του να εκθέσει τα γεννητικά του όργανα δημοσίως. Κάποιος με ακροφοβία να φοβάται τη τάση του να πηδήξει.
Το 1909, ο Freud (1959) δημοσίευσε το περιστατικό του Μικρού Χανς, ενός πεντάχρονου αγοριού του οποίου η φοβία για τα άλογα του επέτρεπε να μην αποχωρίζεται τη μητέρα του, καθώς δεν έβγαινε ποτέ μόνος του έξω. Σύμφωνα με τον Freud, ο φόβος του Χανς για τα άλογα ήταν δευτερογενής. Ο κύριος φόβος του ήταν ο πατέρας του, λόγω μίας οιδιπόδειας σύγκρουσης. Ο μικρός έτρεφε σεξουαλικές επιθυμίες για τη μητέρα του και φοβόταν ευνουχισμό από το πατέρα του – την τιμωρία με την οποία τον φόβισε η μητέρα του, όταν τον έπιασε να χαϊδεύει το πέος του. Ο Freud πίστευε ότι ο Χανς αντιμετώπισε αυτή την απειλή με το να μεταθέσει τον πραγματικό του φόβο του στα άλογα. Οι συμπεριφοριστές Wolpe και Rachman (1960) όμως, σημειώνουν ότι ο Χανς είχε εκτεθεί σε μία τραυματική εμπειρία με άλογα, εξ αιτίας της οποίας του δημιουργήθηκε η φοβία: προτείνουν ότι η τρομακτική εμπειρία εξηγεί τη φοβία του παιδιού καλύτερα από τη σκέψη του Freud.
Με τον ίδιο τρόπο που το 1690 ο John Locke υποστήριξε ότι οι φοβίες γεννώνται από μία τυχαία σύνδεση ιδεών -όπως, για παράδειγμα, όταν ένα παιδί ακούει ιστορίες καλικατζάρων που ξεπετιούνται από το σκοτάδι και στο εξής φοβάται το σκοτάδι, έτσι και οι σύγχρονοι ερευνητές εκφράζουν παρόμοιες σκέψεις στη γλώσσα της κλασσικής και συντελεστικής εξαρτημένης μάθησης. Στη σημειολογία της κλασσικής εξαρτημένης μάθησης, το εξαρτημένο ερέθισμα είναι το αντικείμενο του φόβου και η αντίδραση είναι η διέγερση του αυτόνομου νευρικού συστήματος (εφίδρωση, μυδρίαση, αύξηση του παλμού κ.λ.π.) που χαρακτηρίζει τη φοβική κατάσταση.
Πολλές φοβίες μπορούν πράγματι να δημιουργηθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Παραδείγματα είναι η κυνοφοβία που ξεκινά μετά από το δάγκωμα σκύλου, η ακροφοβία μετά από πέσιμο από μία σκάλα και η φοβία οδήγησης μετά από ένα σοβαρό τροχαίο (Marks, 1969). Εύκολα εξηγείται και το πώς μία φοβία που δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο επεκτείνεται και σε άλλα εκλυτικά ερεθίσματα: Η αντίδραση του φόβου αρχικά συνδέεται με ένα συγκεκριμένο ερέθισμα. Εάν αυτό το ερέθισμα συνδεθεί με ένα καινούργιο πλαίσιο συνθηκών, τότε ο φόβος θα εκλυθεί και θα συνδεθεί με μία καινούργια οικογένεια ερεθισμάτων. Για παράδειγμα, μία γυναίκα που ανέπτυξε φόβο για τις αναισθητικές μάσκες, όταν αισθάνθηκε να ασφυκτιά ενώ της δινόταν αναισθησία, ένοιωσε την ίδια ασφυκτική εμπειρία σε έναν ελλιπώς αεριζόμενο ανελκυστήρα. Στη συνέχεια, ανέπτυξε φοβία στους ανελκυστήρες, είτε ήταν άδειοι ή γεμάτοι. Αυτή η φοβία γενικεύτηκε και σε οποιαδήποτε άλλη κατάσταση από όπου δεν μπορούσε να φύγει όποτε ήθελε, ακόμη κι όταν έπαιζε χαρτιά (Wolpe, 1958, σελ. 98)
Η θεραπευτική λογική στην αντιμετώπιση των φοβιών είναι αντίστοιχη του κάθε παθογενετικού μοντέλου. Οι μεν ψυχοδυναμικοί, πιστεύοντας ότι αυτού του τύπου τα συμπτώματα είναι άμυνες εξαιτίας ενός αβάσταχτου άγχους, ακολουθούν συγκεκριμένη θεραπευτική πρακτική, κατά την οποία ανιχνεύονται και ερμηνεύονται οι ασυνείδητες συγκρούσεις που σχετίζονται με το συγκεκριμένο σύμπτωμα. Έτσι, επιδιώκεται η άρση του συμπτώματος μέσω ουσιαστικής εσωτερικής αλλαγής. Από την άλλη πλευρά, οι συμπεριφοριστές θα επέμεναν ότι πρόκειται απλώς για έναν εξαρτημένο φόβο και ότι δεν υπάρχουν κρυμμένες συγκρούσεις των οποίων εκδήλωση αποτελεί το σύμπτωμα. Δηλαδή, για τους συμπεριφοριστές, το σύμπτωμα είναι η δυσλειτουργία και αυτό το σύμπτωμα και μόνο θα έπρεπε να είναι ο θεραπευτικός στόχος. Με βάση αυτό το σκεπτικό, οι συμπεριφοριστές χρησιμοποιούν τις θεραπευτικές μεθόδους της κατακλυσμικής έκθεσης (flooding) και της συστηματικής απευαισθητοποίησης (systematic desensitization), όπου οι θεραπευτικές τεχνικές του biofeedback και της συστηματικής χαλάρωσης, με έντονη χρήση των αρχών διαφόρων τεχνικών μάθησης (εξαρτημένη μάθηση, μάθηση μέσω παρατήρησης κλπ.) είναι και τα θεραπευτικά εργαλεία τους.
[span class=note]Το περιστατικό που θα παρουσιαστεί ως συνέχεια αυτής της συζήτησης αφορά μία φοβία κεραυνών, βροντών και κρότων (astraphobia) που χρησιμοποιείται εδώ ως παράδειγμα έμφασης στην ανάγκη συνδυασμού αυτών των δύο, φαινομενικά άκρως αντιθέτων, μοντέλων για τη πλήρη κάλυψη των αναγκών του φοβικού ασθενούς.[/span]Η κυρία Α. είναι μία εικοσιπεντάχρονη γυναίκα, πανεπιστημιακής εκπαίδευσης που ζει με τους γονείς της σε προάστιο μεγάλου αστικού κέντρου. Η πρώτη επαφή έγινε τηλεφωνικώς από τη μητέρα της, κατόπιν σύστασης από μία πρώην θεραπευόμενη. Μετά από απευθείας συνεννόηση με την ενδιαφερόμενη, κλείστηκε το πρώτο ραντεβού για τις 4 Νοεμβρίου. Η κυρία Α. κατέφθασε στην ώρα της, όπως και σε όλες τις επόμενες συναντήσεις. Αφού έθεσε ως κύριο και μοναδικό αίτημά της τη φοβία της για κεραυνούς, αστραπές και κρότους, περιέγραψε τον εαυτό της ως ένα συγκροτημένο άτομο, ευχαριστημένη από τη ζωή της και τις σχέσεις της, με έντονες αθλητικές δραστηριότητες, προσεγμένο τρόπο διατροφής και ζωής εν γένει (δεν καπνίζει, δεν πίνει κλπ.), χωρίς ιδιαίτερους προβληματισμούς και έγνοιες. Δουλεύει ως εκφωνήτρια σε έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό και, επίσης, παραδίδει μαθήματα μουσικής κατ’ οίκον.
Η φοβία της, που πάντα υπήρχε, από μικρό παιδί, αναφέρθηκε ως ο μοναδικός και έντονος προβληματισμός της ζωής της: Περιέγραψε ότι ο φόβος της ξεκινά από τη στιγμή που βλέπει το καιρό να χαλάει και, σιγά-σιγά, καθώς συννεφιάζει, πανικοβάλλεται έως ότου δεν μπορεί να ελέγξει τον εαυτόν της. Όταν βρίσκεται στο σπίτι, το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να κουκουλωθεί κάτω από τα σκεπάσματα (για να μη βλέπει τις αστραπές) και να έχει τον ήχο της τηλεόρασης και του στερεοφωνικού της στη μέγιστη ένταση (για να μην ακούει τις βροντές). Εάν ο καιρός εξελίσσεται σε μπόρα (περιέγραψε το πόσο καλή προγνώστρια του καιρού έγινε, εξ’ αιτίας της φοβίας της) και είναι ήδη σπίτι της, ακυρώνει όλα της τα ραντεβού. Εάν είναι με φίλους και γνωστούς, η οποιαδήποτε συμβουλή, παρηγοριά ή υποστήριξή τους είναι άχρηστη, αφού μέσα στο πανικό της ψάχνει κάπου να κρυφτεί ή, σκεπάζοντας με τα χέρια τα αυτιά και με σφιχτά κλεισμένα τα μάτια της, διπλώνεται σε “εμβρυϊκή” στάση. Εάν είναι μόνη της, ο τρόμος είναι ακόμη πιο μεγάλος. Εάν την πιάσει ενώ οδηγεί, επιταχύνει επικίνδυνα για να “φτάσει” πιο νωρίς και ας μην έχει προορισμό. Πολλές φορές οδηγεί με κλειστά τα μάτια, τουλάχιστον στις αστραπές. Νοιώθει να γελοιοποιείται, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτε. Εάν η μπόρα την πιάσει κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος ή μίας εκπομπής, καλεί έναν από τους γονείς της να έρθει να την πάρει.
Η φοβία της, πέρα από τις βροντές και τις αστραπές, ήταν γενικευμένη σε κρότους και ξαφνικούς θορύβους όπως βεγγαλικά, κόρνες κλπ. Ενώ η μόνη συγκεκριμένη σωματική εκδήλωση της φοβίας που είχε επισημάνει από μόνη της ήταν η έντονη εφίδρωση, κυρίως των χεριών και του προσώπου, όταν ερωτήθηκε, αναγνώρισε επίσης ταχυκαρδία, αυξημένη μυϊκή τάση και αναπνευστικά συμπτώματα (αρχικά λαχάνιασμα, μετέπειτα δύσπνοια). Η κύρια περιγραφή της φοβίας της ήταν με μη σωματικούς όρους: “Παγώνω ψυχολογικά, νιώθω τρομοκρατημένη, τρέμω μέσα στο μυαλό μου και είναι αδύνατον να οργανωθώ”. Στο ιατρικό της ιστορικό δεν υπήρχε τίποτα το αξιοσημείωτο. Δεν είχε ενοχλήσεις ή προβλήματα σε κανένα από τα συστήματα της και δήλωσε καλή ποιότητα ύπνου.
Η κυρία Α. ανέφερε ότι έχει μία σχέση, διάρκειας δυόμιση ετών, με ένα πολύ καλό σύντροφο που την καταλαβαίνει και την υποστηρίζει. Περνούν καλά, χωρίς προβλήματα και συχνά πηγαίνουν για ορειβασία, σκι και εκδρομές. Γενικά, υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν άλλα προβλήματα στη ζωή της εκτός από τη συγκεκριμένη φοβία της. Δήλωσε ότι, επειδή έχει κάνει τα πάντα για να την ξεπεράσει, δεν πιστεύει ότι μπορεί να βρεθεί τρόπος για να απαλλαγεί από αυτή, εκτός από ένα θαύμα. Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνεδρίας, η κυρία Α., με τη στάση του σώματός της και τη χροιά της φωνής της, πρόσφερε δείγματα αυξημένης συμπαθητικής δραστηριότητας. Η ίδια είπε ότι ένοιωθε αρκετά χαλαρή και ότι γενικά είναι ένα πολύ ήρεμο άτομο, χωρίς εκρήξεις και εντάσεις.
Λόγω της ιδιομορφίας της φοβίας της, δεν ήταν δυνατή η χρήση τεχνικών κατακλυσμικής έκθεσης. Επίσης, λόγω των αντιστάσεών της, η οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση ήταν αρχικά δύσκολη. Η θεραπεία ξεκίνησε με μία λειτουργική περιγραφή, υπό μορφή μαθήματος, της νευροφυσιολογίας των συναισθημάτων και ειδικά του φόβου. Εξηγήθηκαν οι λειτουργίες του συμπαθητικού και του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος, όπως και η μεταξύ τους σχέση. Δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο να καταλάβει ότι δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί το συναίσθημα του φόβου χωρίς τη σωματική συμμετοχή και, αφού αυτό έγινε πλήρως κατανοητό, ξεκίνησε η βιοανατροφοδοτική εκπαίδευσή της με ηλεκτρομυογραφικό, θερμογραφικό και ηλεκτροδερμικό biofeedback. Για λόγους που ταίριαζαν με τους εκτιμηθέντες μηχανισμούς άμυνάς της, συζητήθηκε και έγινε κατανοητό από την ασθενή ότι η φοβία της βασίζεται στο ότι ο αρχέγονος φόβος του ανθρώπου για βροντές και αστραπές εγκαταστάθηκε και καλλιεργήθηκε μέσα της ως μία ισχυρή δυσλειτουργική συνήθεια του οργανισμού της και, δεδομένων των εκλυτικών παραγόντων, επειδή έτσι έμαθε, αντιδρά με φόβο. Για την επόμενη συνεδρία προγραμματίστηκε η εκπαίδευσή της σε τεχνικές συστηματικής χαλάρωσης.
Η δεύτερη συνεδρία (11/11) ξεκίνησε, όπως είχε προγραμματιστεί, με εκπαίδευση σε τεχνικές χαλάρωσης. Η συγκεκριμένη μέθοδος περιέχει στοιχεία διαφραγματικής αναπνοής, μυϊκής χαλάρωσης (muscle scanning) και τρία διαδοχικά επίπεδα καθοδηγούμενης φαντασίωσης (guided imagery). Αμέσως μετά τη πρώτη της επαφή με τη συστηματική χαλάρωση (μετά την οποία δήλωσε ότι ποτέ της πριν δεν ένοιωσε τόσο χαλαρή) ξεκίνησε η εκπαίδευση στην αναγνώριση σωματικών μηνυμάτων που δηλώνουν συμπαθητική ενεργοποίηση. Η συζήτηση γίνονταν ενώ ήταν συνδεδεμένη με τα βιοανατροφοδοτικά μηχανήματα και συνέχιζε την εκπαίδευσή της στην γενική χαλάρωση. Η κυρία Α. κατάλαβε και συμφώνησε πόσο σημαντικό είναι να αναγνωρίζει διακυμάνσεις του συμπαθητικού τόνου και να τις ελέγχει. Η έμφαση ήταν και πάλι στο ότι δεν μπορεί να εκφραστεί φόβος δίχως σωματική (συμπαθητική) συμμετοχή.
Η τρίτη συνεδρία (21/11) ξεκίνησε με βιοανατροφοδότηση και συζήτηση για το αν είχε δυσκολίες στην εκπαίδευσή της στη συστηματική χαλάρωση (που έκανε μόνη της στο σπίτι) και τις διάφορες εντυπώσεις της. Η κυρία Α. δήλωσε ότι έκανε τις ασκήσεις της ανελλιπώς και ότι για πρώτη φορά άρχισε να καταλαβαίνει ότι μάλλον δεν ήταν πάντα τόσο ήρεμη όσο νόμιζε. Έπιανε τον εαυτό της, διάφορες στιγμές στη δουλειά, στην οδήγηση και σε παρέες, να “σφίγγεται” χωρίς να το καταλαβαίνει. Της έδωσε ιδιαίτερη χαρά και θάρρος η ανακάλυψη ότι μπορεί να χαλαρώνει αυτοβούλως. Στη συνέχεια της συνεδρίας, έγινε επανάληψη της άσκησης, πηγαίνοντας σε βαθύτερο επίπεδο χαλάρωσης κατά την καθοδηγούμενη φαντασίωση. Στο υπόλοιπο του χρόνου συζητήθηκαν τεχνικές διαχείρισης του στρες και μέθοδοι εφαρμογής τους.
Μεταξύ της τρίτης και της τέταρτης συνεδρίας (25/11), μεσολάβησε μια καταρρακτώδης τριήμερη βροχή (όπου συνέβησαν μεγάλες πλημμύρες και καταστροφές στην περιοχή), με αρκετές βροντές και αστραπές. Ξεκινώντας τη συνεδρία η κυρία Α. δήλωσε δειλά:
“Νομίζω ότι τα κατάφερα… δεν ξέρω όμως πώς”. Περιέγραψε ότι η πρώτη και ξαφνική μπόρα την έπιασε σε απόσταση περίπου δέκα χιλιομέτρων από το σπίτι της. “Η πρώτη μου σκέψη ήταν να οργανωθώ και να εφαρμόσω όλα αυτά για τα οποία έκανα προπόνηση τόσο καιρό. Σταμάτησα το αμάξι στην άκρη του δρόμου και το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα ήταν ότι έπρεπε να κατεβάσω τα χέρια μου από τα αυτιά μου, να ξεδιπλωθώ από το κάθισμα και να σβήσω τη μηχανή. Τα μάτια μου δεν μπορούσα να τα ανοίξω ακόμα, τα άφησα για μετά. Χαλάρωσα στο κάθισμα, βολεύτηκα και άρχισα να κάνω την άσκησή μου: πρώτα την αναπνοή μου μετά να χαλαρώσω παντού. Ένιωθα τα ιδρωμένα χέρια μου να στεγνώνουν και να ζεσταίνονται, την αναπνοή μου να ηρεμεί, την καρδιά μου σιγά-σιγά να καταλαγιάζει. Άνοιξα τα μάτια μου. Χρειάστηκα κάμποση ώρα για να σταματήσω να κλείνω τα μάτια μου κάθε φορά που άστραφτε. Έπρεπε συνέχεια να θυμάμαι ότι δεν μπορεί να εκφραστεί φόβος χωρίς συμπαθητική διέγερση. Όταν ένιωσα σίγουρη, έβαλα μπροστά το αμάξι και ξεκίνησα να κυλάω στη κατηφόρα. Δεν βιαζόμουνα, ήξερα πως θα ήτανε το πρώτο μου λάθος. Πετούσα από τη χαρά μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μου ερχόταν να φωνάξω, να τσιρίξω από τον ενθουσιασμό μου. Όταν πήγα σπίτι, οι δικοί μου με κοίταζαν παράξενα. Δεν τους είπα τίποτε, ούτε καν το συζήτησα. Δεν ήθελα να τους απογοητεύσω πριν να βεβαιωθώ κι εγώ η ίδια … Η μέρα πέρασε χωρίς κανένα επεισόδιο, παρά τη βροχή που έπεφτε. Ήξερα ότι μέσα της έκρυβε βροντές και αστραπές αλλά ήμουν ήρεμη … Το επόμενο απόγευμα, ενώ η βροχή συνεχιζόταν, μπήκα στο αμάξι μου και πήγα σε ένα μάθημα που είχα. Ήμουν γενικά ήρεμη μέχρι σχεδόν το τέλος του μαθήματος όπου ξεκίνησε μία ξαφνική μπόρα γεμάτη αστροπελέκια. Πήρα τηλέφωνο στο πατέρα μου να έρθει να με πάρει. Είχα κουραστεί να ελέγχω. Μέχρι εδώ καλά τα πήγα, είπα μέσα μου, ας μην το παρατραβήξω”.
Η κυρία Α. δέχθηκε έντονες επιβραβεύσεις από τον θεραπευτή για την οργάνωσή της, την προσπάθειά της και τον έλεγχό της. Παροτρύνθηκε για περαιτέρω οργάνωση και έλεγχο, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας, αλλά συνεχώς.
Η πέμπτη συνεδρία (9/12) αποφασίστηκε για δύο εβδομάδες αργότερα, καθώς ο θεραπευτής ένοιωθε σιγουριά ότι η κυρία Α. είχε καλή πρόοδο και έπρεπε να συνηθίσει να συνεχίσει την προσπάθειά της από μόνη της. Μεσολάβησε ακόμη μια ισχυρή κακοκαιρία, με αρκετές μπόρες αλλά όχι τόσο μεγάλη σαν τη προηγούμενη. Η κυρία Α. τα κατάφερε ακόμη καλύτερα. Η έμφαση τώρα άρχισε να στρέφεται στην ανακάλυψη άλλων πιθανών προβληματικών χώρων της ασθενούς, η οποία όμως συνέχιζε να ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει τίποτε το οποίο να είναι άξιο λόγου και μάλιστα ψυχοθεραπευτικής διερεύνησης. Το πρόβλημά της είχε λυθεί και ήταν ευτυχισμένη.
Σε προτροπή του θεραπευτή για αναδρομή σε γεγονότα που πιθανώς να της έχουν κάνει εντύπωση, ξεκίνησε να αφηγείται μία σκηνή της παιδικής της ηλικίας σε ένα βλάχικο γάμο στη Θήβα: “Ήμουν ανεβασμένη στους ώμους του πατέρα μου και ο κόσμος γύρω μας γλένταγε … ξαφνικά ένας με ένα τεράστιο νταούλι άρχισε να το χτυπά δυνατά, πολύ δυνατά … θυμάμαι ότι έκλαιγα πανικοβλημένη, τρομαγμένη … έχουμε και μία φωτογραφία που δείχνει εμένα στους ώμους του πατέρα μου και τον άνθρωπο με το νταούλι. Κάθε φορά που τη βλέπω ανατριχιάζω…”
Η φοβία της κυρίας Α. αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς. Έχουν περάσει τρεις μήνες, με αρκετές μπόρες, κεραυνούς και βροντές από τη πρώτη της επιτυχία και τα πάει όλο και καλύτερα. Η ίδια νιώθει ότι σίγουρα ξεπέρασε τη φοβία της και ότι αποκλείεται να της ξανασυμβεί. Η σκηνή με το νταούλι στο βλάχικο γάμο της Θήβας όμως, ξεκίνησε ένα δεύτερο θεραπευτικό κεφάλαιο για τη κυρία Α. Καθώς η κυρία Α. αναπαριστούσε τον τρόπο που ο οργανοπαίκτης χτυπούσε το νταούλι, η προσοχή του θεραπευτή στράφηκε στον τρόπο που η ίδια χτυπούσε το νταούλι: όχι όπως θα έπαιζε ένα βλάχικο νταούλι κάποιος με μια «κουτάλα» ή μια «βίτσα», αλλά όπως όταν ξυλοφορτώνεις κάποιον. Στην πέμπτη συνεδρία η κυρία Α. πρόσφερε στη συζήτηση ότι το ένα και μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, είναι η σχέση της με τους υπερπροστατευτικούς, χειριστικούς και παρεμβατικούς γονείς της.
Το ιστορικό της κυρίας Α. είναι γεμάτο με συμβολισμούς τους οποίους με θάρρος άρχισε να επεξεργάζεται. Η “ουρανοκατέβατη” φοβία της έχει όντως κάποια σχέση με το ότι υιοθετήθηκε σε ηλικία ένδεκα μηνών. Οι γονείς της, που συμμετείχαν σε μία συνεδρία, την περιέγραψαν ως “ένα πολύ φοβισμένο μωρό που πεταγόταν στον κάθε θόρυβο (τηλέφωνο, κουδούνι, κλείσιμο πόρτας κ.α.) και έκλαιγε ασταμάτητα. Την είχαμε συνεχώς αγκαλιά και τη χαϊδεύαμε για να μην κλαίει…” Εξίσου μεγάλη σχέση ίσως να έχει η αποτυχημένη προσπάθειά της, μέσω ενός (αποτυχημένου από τον αρραβώνα ακόμα) γάμου, να κόψει τον ομφάλιο λώρο της και να απομακρυνθεί από τους (θετούς) γονείς της. Το ίδιο πρόβλημα ίσως να έχουν και οι γονείς της που ενώ της αναγνωρίζουν (λεκτικά) το δικαίωμα στην ανεξαρτησία, χειρίζονται καταστάσεις και παρεμβαίνουν στη ζωή της, συνεχώς.
Υπάρχουν πολλοί άλλοι τέτοιοι συμβολισμοί στη ζωή της κυρίας Α. και δεν χρειάζεται να αναφερθούν εδώ. Σκοπός είναι να καταλάβει ο αναγνώστης, ενώ η κυρία Α. συνεχίζει τη θεραπεία της, ότι η εμμονή σε μία μόνο θεραπευτική κατεύθυνση ωφελεί μεν το “εγώ” αυτών που υιοθετούν μία τέτοια στάση, αλλά για να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες του θεραπευόμενου πρέπει να προσφερθεί κάλυψη και υποστήριξη όλων των επιπέδων των αναγκών του. Η ψυχοφυσιολογική προσέγγιση τέτοιων περιστατικών επιτρέπει στο θεραπευόμενο αφενός να αντιληφθεί και να επεξεργαστεί καλύτερα τη βάση του προβλήματός του, αφετέρου τον οπλίζει με δεξιότητες που αλάνθαστα του επιτρέπουν να επιβραβευθεί από το αποτέλεσμα του ελέγχου του. Στην πορεία, αποκτά ιδία αντίληψη θεμάτων που χρήζουν θεραπευτικής προσοχής και επιδίδεται στη θεραπευτική διαδικασία με σημαντικά μειωμένες τις αντιστάσεις του.