Christidis, D.A., Delipalta, A., Paschalidou, M., and Milonas, I. Symptoms of depression in patients with multiple sclerosis and spinal cord injuries. Αναρτημένη εργασία στο 13th Meeting of the European Neurological Society. European Neurological Society. Istanbul, Turkey. (Ιούνιος 2003).
Abstract: The aim of this study was to compare depressive symptoms in patients with multiple sclerosis (MS), individuals with spinal cord injuries (SCI) and healthy individuals (control group (CG)). Depressive symptoms were assessed using the Greek version of the Beck Depression Inventory-2nd edition (BDI-II, 1994), a well accepted instrument for investigating depression in various populations. Thirty patients with MS (15 men, 15 women), twenty persons with SCI (16 men, 4 women) and thirty healthy controls (15 men, 15 women) participated in this study. These three groups did not differ statistically with respect to their age (M=39, SD=9.29) and educational status (M=10, SD=2.92). Moreover, the two groups (MS and SCI) had the same level of independence, as it was evaluated with the Daily Activity Scale (Randall et al., 2000). The results illustrated that the BDI-II scores for the MS and the SCI groups were significantly higher than the controls (p<0.05), whilst amongst them (MS and SCI) they did not reach statistical significance (p>0.05).
Χρηστίδης, Δ. Α., Βεζερτζή, Μ., Κυριάκου, Ε., Κομνίδης, Α. και Λαζαρίδης, Γ. Δ. Σχεδιασμός, κατασκευή και στάθμιση μηχανήματος ηλεκτροδερματικής βιοανατροφοδότησης στο φοιτητικό πληθυσμό. Αναρτημένη εργασία στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Ρόδος. (Μάιος 2003).
Περίληψη: Σκοπός της εργασίας ήταν, αφενός, ο σχεδιασμός, η κατασκευή και η στάθμιση ενός Μηχανήματος Ηλεκτροδερματικής Βιοανατροφοδότησης (ΜΗΔΒ) με χαμηλό κατασκευαστικό κόστος και, αφετέρου, εφόσον ο πρωταρχικός αυτός σκοπός είχε επιτυχή έκβαση, να κατασκευαστούν συνολικά 20 ΜΗΔΒ για τις ανάγκες του μαθήματος «Βιοανατροφοδότηση – 415» του Τμήματος Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. Για την κατασκευή του ΜΗΔΒ αναπτύχθηκε ένα κύκλωμα, με τρεις τελεστικούς ενισχυτές, το οποίο χρησιμοποιεί τη μέθοδο της σταθερής τάσης. Διερευνήθηκε, αρχικά, η αξιοπιστία του ΜΗΔΒ ως ηλεκτρονικής συσκευής, λαμβάνοντας διαδοχικές μετρήσεις από έναν αντιστάτη μεταβλητής τιμής 1ΜΩ. Η σύγκριση αυτών των μετρήσεων κατέδειξε υψηλό δείκτη συνάφειας (r=0.998, p<0.01). Στη συνέχεια, με πιστοποιημένο όργανο (πολύμετρο SOAR-3210), διερευνήθηκε κατά πόσο λειτουργεί ικανοποιητικά και ως ψυχοφυσιολογική συσκευή. Συγκρίθηκαν τιμές της Ηλεκτροδερματικής Δραστηριότητας (ΗΔΔ) εκατό (100) ατόμων, οι οποίες καταγράφηκαν α) με δύο πανομοιότυπα ΜΗΔΒ και β) με το ίδιο πιστοποιημένο (βιομηχανικού τύπου SOAR-3210) πολύμετρο που χρησιμοποιήθηκε στις προηγούμενες συγκρίσεις. Η μεταξύ των δύο ΜΗΔΒ συνάφεια ήταν σημαντικά υψηλή (r=0.966, p<0.01), όπως, επίσης, και η συνάφεια των τιμών των δύο ΜΗΔΒ με το πολύμετρο (r=0.811, p<0.01). Τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι το ΜΗΔΒ λειτούργησε ικανοποιητικά, τόσο ως ηλεκτρονική, όσο και ως ψυχοφυσιολογική συσκευή, εδραιώνοντας, με αυτόν τον τρόπο, τη χρησιμότητά του όχι μόνο ως εκπαιδευτικού, αλλά και ως θεραπευτικού εργαλείου στο χώρο της Βιοανατροφοδότησης και της Ψυχοφυσιολογίας.
Χρηστίδης, Δ. Α., Νασιοπούλου, Γ., Πασαλίδου, Χ., και Γιαγλής, Γ. Δ. Αλλαγές ψυχοφυσιολογικών παραμέτρων ως αποτέλεσμα εκπαίδευσης σε τεχνικές διαχείρισης του στρες και ασκήσεις χαλάρωσης. Αναρτημένη εργασία στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Ρόδος. (Μάιος 2003).
Περίληψη: Στόχος της παρούσας έρευνας, η οποία διεξήχθη στο Ψυχολογικό Εργαστήριο του Τμήματος Ψυχολογίας, Α.Π.Θ., ήταν να προσδιοριστεί η επίδραση που έχει η εκπαίδευση σε τεχνικές χαλάρωσης και διαχείρισης του στρες στο καταθλιπτικό συναίσθημα που βιώνουν οι κεφαλαλγικοί. Στην έρευνα αυτή πήραν μέρος 15 άτομα που υπέφεραν από κεφαλαλγία τύπου τάσης, ημικρανία ή μεικτή κεφαλαλγία. Προκειμένου να προσδιοριστεί το καταθλιπτικό συναίσθημα χρησιμοποιήθηκε η δεύτερη έκδοση του Beck Depression Inventory, BDI-II (μεταφρασμένη και προσαρμοσμένη στα Ελληνικά). Η παρέμβαση περιελάμβανε: α) 4 ημίωρες συνεδρίες με συχνότητα 1 φορά την εβδομάδα, κατά τις οποίες οι συμμετέχοντες εκπαιδεύονταν σε τεχνικές προοδευτικής μυϊκής χαλάρωσης με καθοδηγούμενη φαντασίωση, β) κατ’ ιδίαν εξάσκηση και εφαρμογή των παραπάνω τεχνικών και γ) ένα τρίωρο σεμινάριο νευροφυσιολογικής κατάρτισης, καθώς και εκπαίδευσης σε τεχνικές αντιμετώπισης και διαχείρισης του στρες. Το BDI-II χορηγήθηκε τόσο πριν όσο και μετά το σύνολο των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων.
Διαπιστώθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά στις μετρήσεις των συμμετεχόντων (μείωση 2,875 μονάδων, p<0.05), που μάλιστα συνεπαγόταν και αλλαγή της κλινικής κατηγορίας για αρκετούς από αυτούς, αλλά και για το σύνολό τους. Συμπερασματικά, η εκπαίδευση στη συστηματική χρήση τεχνικών χαλάρωσης και αντιμετώπισης του στρες μπορεί να μειώσει το καταθλιπτικό συναίσθημα σε κεφαλαλγικά άτομα.
Χρηστίδης, Δ. Α., Νασιοπούλου, Γ., Πασαλίδου, Χ., και Γιαγλής, Γ. Δ. Επίδραση της εκπαίδευσης σε τεχνικές χαλάρωσης και διαχείρισης του στρες στα καταθλιπτικά συμπτώματα κεφαλαλγικών υποκειμένων. Αναρτημένη εργασία στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Ρόδος. (Μάιος 2003).
Περίληψη:
Στόχος: Ο προσδιορισμός της επίδρασης που μπορεί να έχει η εκπαίδευση σε τεχνικές χαλάρωσης και διαχείρισης του στρες στα καταθλιπτικά συμπτώματα ατόμων που υποφέρουν από κεφαλαλγίες.
Μεθοδολογία: 15 κεφαλαλγικοί, ηλικίας 18-46 μ.ο.25,6 ±7,11 έτη, 4 άντρες, 11 γυναίκες
Για τη μέτρηση του καταθλιπτικού συναισθήματος χρησιμοποιήθηκε η δεύτερη έκδοση του Beck Depression Inventory, BDI-II (μεταφρασμένη και προσαρμοσμένη στα Ελληνικά). Το ερωτηματολόγιο συμπληρώθηκε πριν και μετά την παρέμβαση. Η παρέμβαση είχε χρονική διάρκεια ενός μηνός και περιελάμβανε: α) μια ομαδική συνάντηση με στόχο την κατάρτιση των συμμετεχόντων σε θέματα που αφορούν στη νευροφυσιολογία του στρες, καθώς και σε τεχνικές αντιμετώπισής του και στους παθογενετικούς μηχανισμούς των κεφαλαλγιών και β) τέσσερις ατομικές συναντήσεις με στόχο την εκπαίδευσή τους σε ασκήσεις χαλάρωσης (διαφραγματικές αναπνοές, μυϊκή σάρωση και καθοδηγούμενη φαντασίωση). Επίσης, δόθηκαν οδηγίες για τακτική, καθημερινή εξάσκηση σε ατομικό επίπεδο.
Ευρήματα: Ο μέσος όρος βαθμολογίας στο BDI-II των υποκειμένων πριν την παρέμβαση ήταν 13,93±8,52, ενώ μετά την παρέμβαση μειώθηκε στατιστικώς σημαντικά κατά 5,73 μονάδες στο 8,20±7,90 (t(14)=2,875, p<0,05). Η αλλαγή αυτή συνεπαγόταν μάλιστα και αλλαγή της κλινικής κατηγορίας στο 46,67% αυτών των ατόμων. Στατιστικώς σημαντική διαφορά ανιχνεύθηκε σε 4 θέματα-ερωτήσεις του BDI-II: ενοχή, μείωση κατά 0,27±0,46 μονάδες, t(14)=2,26 – αυτοκριτική, μείωση κατά 0,4±0,63 μονάδες, t(14)=2,45 – αλλαγές στον ύπνο, μείωση κατά 0,47±0,83 μονάδες, t(14)=2,17 – κόπωση, μείωση κατά 0,53±0,74 μονάδες, t(14)=2,78.
Συμπέρασμα: Μέσα από τη συστηματική εκπαίδευση στη χαλάρωση και στις τεχνικές διαχείρισης του στρες παρατηρήθηκε ότι υπήρξε μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, παράλληλα με τη μείωση των κεφαλαλγικών επεισοδίων. Φαίνεται λοιπόν πως η αλλαγή στην αντιμετώπιση των στρεσογόνων γεγονότων και η εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων, που συνεπάγονται της εκπαίδευσης αυτής, οδήγησαν στο να μειωθούν τα αισθήματα ενοχής, να βελτιωθεί η αυτοεικόνα των συμμετεχόντων, να αντιμετωπιστούν οι διαταραχές ύπνου και να μειωθεί το αίσθημα κόπωσης. Διακόπηκε, με τον τρόπο αυτό, ο φαύλος κύκλος κατάθλιψης- κεφαλαλγίας και επιβεβαιώθηκε η ερευνητική υπόθεση.
Χρηστίδης, Δ. Α., Κωνσταντινίδου, Α., και Γιαγλής, Γ. Δ. Πηγές υποστήριξης για σωματικά, συναισθηματικά και ψυχοκοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν φοιτητές του ΑΠΘ. Αναρτημένη εργασία στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Ρόδος. (Μάιος 2003).
Περίληψη: Διερευνήθηκε εάν και από πού αναζητούν βοήθεια για τα διάφορα είδη προβλημάτων που τους απασχολούν οι φοιτητές του Α.Π.Θ. Απαντώντας σε κλειστή διχοτομική (τύπου Ναι/Όχι) ερώτηση, το 36,8% ενός δείγματος 1711 φοιτητών δήλωσε ότι όντως έχει αναζητήσει υποστήριξη στο παρελθόν ή στην παρούσα φάση. Από αυτούς το 87,4% στράφηκαν για βοήθεια σε μέλη της οικογένειας ή στο φιλικό τους περιβάλλον, το 13,4% στο θρησκευτικό περιβάλλον, το 7,1% σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ένα 7,4% σε ιατρικά επαγγέλματα, το 6,8% σε προσωπικό του πανεπιστημίου και τέλος το 2,8% σε άλλες πηγές. Οι γυναίκες φαίνεται να έχουν αναζητήσει βοήθεια στο παρελθόν ή τώρα περισσότερο συχνά απ’ ό,τι οι άνδρες (39,8% έναντι 33,7%), όπως επίσης φοιτητές από τμήματα της κτηνιατρικής, ποιμαντικής, μηχανικών, παιδαγωγικού δημοτικής εκπαίδευσης και νηπιαγωγών έναντι των υπολοίπων. Επιπροσθέτως άτομα που αναζητούν ενεργά βοήθεια αναφέρουν περισσότερο συχνά από τους άλλους φοιτητές προβλήματα σε πολλές κατηγορίες εκτός από αυτές που αφορούν σε θέματα μάθησης και εξαρτήσεων. Οι ίδιοι δηλώνουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα χρήσης ενός συμβουλευτικού κέντρου για φοιτητές, με εξαίρεση αυτούς που έχουν αναζητήσει βοήθεια από ιατρικά επαγγέλματα.
Χρηστίδης, Δ. Α., Γιαγλής, Γ. Δ., και Κωνσταντινίδου, Α. Πρόθεση χρήσης υπηρεσιών συμβουλευτικού σταθμού φοιτητών στο ΑΠΘ. Αναρτημένη εργασία στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Ρόδος. (Μάιος 2003).
Περίληψη: Η πρόθεση των φοιτητών να χρησιμοποιήσουν έναν πανεπιστημιακό συμβουλευτικό σταθμό μετρήθηκε με κλειστή ερώτηση 5 διαβαθμίσεων (πιθανότητες 0%, 20%, 50%, 80%, 100%). Στην έρευνα έλαβαν μέρος 1711 φοιτητές από 32 τμήματα του Α.Π.Θ., άνδρες (46%) και γυναίκες (54%), ηλικίας από 18 έως 36 ετών (μ.ό.: 21,05 ± 2,04).
Το 6,7% των φοιτητών θεώρησαν σίγουρο (100%) ότι θα επισκέπτονταν έναν τέτοιο σταθμό, το 12,8% πολύ πιθανό (80%), το 28,5% μέτρια πιθανό (50%), το 36% ελάχιστα πιθανό (20%) και το 16% των φοιτητών το θεώρησε απίθανο (0%). Οι γυναίκες, οι πρωτοετείς και οι φοιτητές που μένουν με τους γονείς τους δήλωσαν μεγαλύτερη πιθανότητα να χρησιμοποιήσουν ένα συμβουλευτικό κέντρο απ’ ό,τι δήλωσαν οι άνδρες, οι φοιτητές μεγαλύτερων ετών και όσοι μένουν μόνοι ή με συγκάτοικο. Σε σχέση με την ηλικία, η πρόθεση επίσκεψης ενός τέτοιου κέντρου μειώνεται σταδιακά καθώς αυξάνεται η ηλικία μέχρι το 23ο έτος. Επίσης όσο πιο υψηλό είναι το μορφωτικό επίπεδο των γονιών τόσο μικρότερη αξιολογήθηκε η πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν οι συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Οι φοιτητές Ψυχολογίας, Φαρμακευτικής και Νηπιαγωγών δήλωσαν υψηλή πιθανότητα χρήσης των υπηρεσιών του έναντι των φοιτητών Αγγλικής Φιλολογίας, Ιατρικής, Οδοντιατρικής και Τοπογράφων Μηχανικών. Τέλος οι φοιτητές που θεώρησαν σίγουρο ότι θα επισκεφθούν έναν συμβουλευτικό σταθμό ανέφεραν περισσότερο συχνά από τους άλλους προβλήματα προσαρμογής, σχέσεων, σεξουαλικά και γυναικολογικής φύσεως. Συνολικά 47,9% των φοιτητών ανέφερε υψηλή πιθανότητα (50% και άνω) να επωφεληθεί από τις υπηρεσίες ενός συμβουλευτικού σταθμού για φοιτητές.
Χρηστίδης, Δ. Α., Κυριάκου, Ε., και Βεζερτζή, Μ. Αλλαγές στην ηλεκτροδερματική δραστηριότητα ως αποτέλεσμα της παρουσίας καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Αναρτημένη εργασία στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Ρόδος. (Μάιος 2003).
Περίληψη: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνηθεί κατά πόσο η παρουσία καταθλιπτικών συμπτωμάτων, καθώς και η ένταση αυτών, είναι δυνατό να συσχετίζονται με μεταβολές στην ηλεκτροδερματική δραστηριότητα (ΗΔΔ) και με ποιον τρόπο. Για το σκοπό αυτό, καταγράφηκε η Ηλεκτροδερματική Αντίσταση (ΗΔΑ) εικοσιεπτά (27) ατόμων σε δύο χρονικές στιγμές α) πριν και β) μετά την εκπαίδευσή τους σε τεχνικές διαχείρισης του στρες και σε ασκήσεις χαλάρωσης. Στις ίδιες χρονικές στιγμές, χορηγήθηκε η αναθεωρημένη έκδοση του Beck Depression Inventory, BDI-II, το οποίο προτείνεται για χρήση, τόσο στην έρευνα, όσο και στην κλινική αξιολόγηση. Οι ασθενείς με κατάθλιψη, τόσο μείζονα, όσο και διπολική, έχουν χαμηλότερα από το φυσιολογικό επίπεδα Ηλεκτροδερματικής Αγωγιμότητας, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στη βιοχημική βάση της εν λόγω διαταραχής. Η δική μας υπόθεση ήταν ότι τα άτομα με υψηλό βαθμό καταθλιπτικών συμπτωμάτων δεν θα έπρεπε να παρουσιάσουν σημαντική μεταβολή στις καταγραφές της ΗΔΔ μετά την εκπαίδευσή τους στις τεχνικές διαχείρισης του στρες και στις ασκήσεις χαλάρωσης. Η στατιστική ανάλυση των ευρημάτων κατέδειξε στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ των μέσων όρων της ΗΔΑ, πριν και μετά την εκπαίδευση, για τα άτομα με υψηλό σκορ στο BDI-II (t=-2.887, p<0.01). Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η αλλαγή στο τονικό επίπεδο της ΗΔΑ οφείλεται στην εμπέδωση των τεχνικών διαχείρισης του στρες και δεν επηρεάζεται από ενδεχόμενη ύπαρξη καταθλιπτικών συμπτωμάτων.
Χρηστίδης, Δ. Α., Κυριάκου, Ε., και Βεζερτζή, Μ. Αλλαγές στην ηλεκτροδερματική δραστηριότητα ως αποτέλεσμα εκπαίδευσης σε τεχνικές χαλάρωσης. Αναρτημένη εργασία στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Ρόδος. (Μάιος 2003).
Περίληψη: Σκοπός της εργασίας ήταν να διαπιστωθεί κατά πόσο είναι δυνατό να προκύψουν αλλαγές στην Ηλεκτροδερματική Δραστηριότητα (ΗΔΔ) ως απόρροια εκπαίδευσης σε τεχνικές διαχείρισης του στρες και σε ασκήσεις χαλάρωσης. Για το σκοπό αυτό, καταγράφηκε η Ηλεκτροδερματική Αντίδραση (ΗΔΑ), ενώ, παράλληλα, διερευνήθηκαν η ενδεχόμενη παρουσία καταθλιπτικών συμπτωμάτων, το άγχος και η ενδεχόμενη ύπαρξη ψυχοφυσιολογικών συμπτωμάτων εικοσιεπτά (27) ατόμων, σε δύο χρονικές στιγμές: α) πριν και β) μετά την εκπαίδευσή τους σε τεχνικές διαχείρισης του στρες και σε ασκήσεις χαλάρωσης.
Η αποτελεσματική διαχείριση του στρες και οι τεχνικές χαλάρωσης επιδρούν κατασταλτικά στη συμπαθητική διέγερση, επηρεάζοντας, κατά συνέπεια, τις φασικές αλλαγές στην ΗΔΔ. Η δική μας υπόθεση ήταν ότι η εμπέδωση και η χρήση των τεχνικών αυτών θα ήταν δυνατό να επιφέρουν μία περισσότερο μόνιμη αλλαγή στο τονικό επίπεδο της ΗΔΔ. Η ανάλυση δεδομένων κατέδειξε στατιστικά σημαντικές διαφορές στην ΗΔΔ, τόσο σε φασικό, όσο και σε τονικό επίπεδο, όπως, επίσης, και στις μετρήσεις των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, του άγχους και της ύπαρξης ψυχοφυσιολογικών συμπτωμάτων.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν τη χρησιμότητα της συστηματικής εκπαίδευσης σε τεχνικές διαχείρισης του στρες για τον έλεγχο της αυξημένης συμπαθητικής διέγερσης.
Χρηστίδης, Δ. Α., Γιαγλής, Γ. Δ., και Κωνσταντινίδου, Α. Αντίληψη της χρησιμότητας για τη λειτουργία συμβουλευτικού σταθμού φοιτητών στο ΑΠΘ. Αναρτημένη εργασία στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Ρόδος. (Μάιος 2003).
Περίληψη: Η άποψη των φοιτητών για τη χρησιμότητα ύπαρξης και λειτουργίας ενός πανεπιστημιακού συμβουλευτικού σταθμού μετρήθηκε με κλειστή ερώτηση 4 διαβαθμίσεων (απαραίτητο, χρήσιμο, ελάχιστα χρήσιμο, ανώφελο). Στην έρευνα έλαβαν μέρος 1711 φοιτητές από 32 τμήματα του Α.Π.Θ., άνδρες (46%) και γυναίκες (54%), ηλικίας από 18 έως 36 ετών (μ.ό.: 21,05 ± 2,04)
Το 36,7% των φοιτητών θεώρησαν απαραίτητη την παρουσία ενός πανεπιστημιακού συμβουλευτικού σταθμού, 56,8% τη θεώρησαν χρήσιμη, 4,2% ελάχιστα χρήσιμη και 2,3% ανώφελη. Γενικά οι φοιτήτριες όπως και οι φοιτητές του πρώτου και δεύτερου έτους εκτίμησαν την ύπαρξη ενός συμβουλευτικού κέντρου πιο συχνά ως απαραίτητη ή χρήσιμη απ’ ό,τι οι άνδρες ή οι φοιτητές των τελευταίων ετών, αντίστοιχα. Σε σχέση με την ηλικία, η αντίληψη για την αξία ενός τέτοιου κέντρου κορυφώνεται στα 19 χρόνια και μειώνεται σταδιακά με την αύξηση της ηλικίας. Ο τόπος καταγωγής όπως και το εκπαιδευτικό επίπεδο των γονιών δεν επηρέασαν τις απαντήσεις των συμμετεχόντων. Όσοι όμως συγκατοικούσαν με σύντροφο ή σύζυγο έτειναν να υποτιμούν τη χρησιμότητά του. Τέλος, μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητών Ψυχολογίας, Νομικής, Αγγλικής Φιλολογίας και Φαρμακευτικής έδειξαν να εκτιμούν τη χρησιμότητά του έναντι των φοιτητών Αρχιτεκτονικής, Φυσικής, Πληροφορικής, Τοπογράφων και Χημικών Μηχανικών. Συνολικά 93,5% των φοιτητών θεώρησε έναν φοιτητικό συμβουλευτικό σταθμό από χρήσιμο έως απαραίτητο.
Χρηστίδης, Δ. Α., Ζαφείρη, Μ., Καλύβα, Φ., Μητσοπούλου, Χ., Ρόϊκου, Κ., και Φωτακοπούλου, Ο. Εκπαίδευση φοιτητών του ΑΠΘ σε τεχνικές διαχείρισης του στρες. Αναρτημένη εργασία στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχοφυσιολογίας. Θεσσαλονίκη. (Ιούλιος 2001).
Περίληψη: Αντικείμενο της έρευνας αποτελεί η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας ενός μοντέλου εκπαίδευσης σε τεχνικές διαχείρισης του στρες, με στόχο την πρόληψη και την αντιμετώπιση ψυχοφυσιολογικών διαταραχών. Το μοντέλο περιλαμβάνει σεμινάρια εκπαίδευσης στη νευροφυσιολογία του στρες και σε τεχνικές διαχείρισής του, με έμφαση σε ασκήσεις χαλάρωσης. Παράλληλα, οι συμμετέχοντες (155 φοιτητές του Α.Π.Θ.) συμπλήρωναν κάθε μήνα, από τις 5/12/00 έως και τις 26/04/01, ερωτηματολόγια που εξετάζουν την ύπαρξη ψυχοφυσιολογικών συμπτωμάτων, στρεσοπαραγόντων, άγχους, κατάθλιψης, στρατηγικών αντιμετώπισης (coping skills) και έκφραση συναισθημάτων. Από τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε σημαντική επίδραση του μοντέλου στην εκδήλωση ψυχοφυσιολογικών και καταθλιπτικών συμπτωμάτων καθώς και στην έκφραση συναισθημάτων.
Χρηστίδης, Δ. Α., Παντίδη, Ν. Σ., Τώνια, Θ. Μ., και Μπακάλη, Ε. Διαβίωση στη Θεσσαλονίκη: Στρεσοπαράγοντες και ποιότητα ζωής. Αναρτημένη εργασία στο 1ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχοφυσιολογίας. Θεσσαλονίκη. (Ιούλιος 2001).
Περίληψη: Η έρευνα αποσκοπεί στη διερεύνηση και στην αξιολόγηση στρεσοπαραγόντων οι οποίοι είναι απόρροια της διαβίωσης στη Θεσσαλονίκη. Στοχεύει επίσης, στο να αναδείξει τις λύσεις που οι ίδιοι οι Θεσσαλονικείς προτείνουν για τα προβλήματα που θεωρούν ως τα σοβαρότερα. Ένας ακόμη στόχος είναι η συσχέτιση των στρεσοπαραγόντων με την εμφάνιση διαφόρων ψυχοφυσιολογικών διαταραχών.
Χορηγήθηκαν 4000 ερωτηματολόγια σε κατοίκους της Θεσσαλονίκης, τα οποία καταγράφουν: α) δημογραφικά στοιχεία, β) τους παράγοντες που οι Θεσσαλονικείς θεωρούν ως τους πιο στρεσογόνους, όπως τη χρήση δημόσιων συγκοινωνιών, το θόρυβο, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την εγκληματικότητα, την έλλειψη πρόνοιας για τα άτομα με ειδικές ανάγκες και τους ηλικιωμένους κ.α. γ) την ύπαρξη ψυχοφυσιολογικών διαταραχών και δ) προτάσεις για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Ως προς τα ευρήματα, μερικοί από τους πιο συχνά αναφερόμενους στρεσογόνους παράγοντες είναι: αργή εξυπηρέτηση στις δημόσιες υπηρεσίες, μόλυνση του Θερμαϊκού κόλπου, κλοπές, συσσωρευμένα σκουπίδια, ελλιπής αστυνόμευση. Ενώ μερικά από τα πιο συχνά αναφερόμενα ψυχοφυσιολογικά ενοχλήματα είναι: πονοκέφαλοι/ ημικρανίες, κούραση, ευερεθιστότητα, πιασμένος σβέρκος. Τέλος, όσον αφορά τις προτεινόμενες λύσεις θα αναφερθούν στο συνέδριο καθώς είναι δύσκολο να παρουσιαστούν συνοπτικά.
Αγγελή, Α. Κ., Ευσταθίου, Γ. Η., και Χρηστίδης, Δ. Α. Προσαρμογή της Toronto Alexithymia Scale – TAS (Κλίμακα Αλεξιθυμίας του Τορόντο) στην ελληνική γλώσσα. Αναρτημένη εργασία στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Πάτρα. (Μάιος 1996).
Περίληψη: Η TAS κατασκευάστηκε από τους G.J. Taylor, D. Ryan και R.M. Bagby (1985) με σκοπό τη μέτρηση της αλεξιθυμίας. Η κλίμακα αποτελείται από 26 αυτοπεριγραφικές προτάσεις τις οποίες τα υποκείμενα καλούνται να συμπληρώσουν χρησιμοποιώντας μία κλίμακα διαβαθμιστικής επιλογής με πέντε διαβαθμίσεις. Η TAS περιλαμβάνει τέσσερις (4) παράγοντες που αντιστοιχούν στις τέσσερις βασικές διαστάσεις του φαινομένου της αλεξιθυμίας, γεγονός που επιτρέπει την ακριβή διερεύνησή του.
Η ελληνική κλίμακα χορηγήθηκε σε μαθήτριες της Α’ και της Β’ Λυκείου ιδιωτικού σχολείου (N=176) των Αθηνών. Οι 26 αυτοπεριγραφικές προτάσεις της κλίμακας υποβλήθηκαν σε ανάλυση παραγόντων από την οποία προέκυψε ένα μοντέλο τεσσάρων παραγόντων σχεδόν όμοιο με αυτό της πρωτότυπης κλίμακας. Η συνολική κλίμακα παρουσίασε ικανοποιητική αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας (α=0,58), όπως και οι επιμέρους παράγοντές της (παράγοντας 1=0,74, παράγοντας 2=0,72, παράγοντας 3=0,61, παράγοντας 4=0,41). Για την αξιολόγηση της εγκυρότητας εννοιολογικής δομής της κλίμακας πραγματοποιήθηκε υποέρευνα κατά την οποία έγινε σύγκριση του μέσου συνολικού δείκτη της TAS μίας ομάδας αλεξιθυμικών και μη αλεξιθυμικών υποκειμένων, όπως αυτές διαχωρίστηκαν βάσει του Beth Israel Questionnaire (BIQ). Η διαφορά μέσου συνολικού δείκτη της TAS μεταξύ των δύο ομάδων βρέθηκε στατιστικώς σημαντική (U=1,0).
Αγγελή, Α. Κ., Ευσταθίου, Γ. Η., και Χρηστίδης, Δ. Α. Προσαρμογή της Arousal Predisposition Scale – APS (Κλίμακα Προδιάθεσης για Διέγερση) στην ελληνική γλώσσα. Αναρτημένη εργασία στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Πάτρα. (Μάιος 1996).
Χρηστίδης, Δ. Α. Βιοψυχολογικοί και οργανικοί παράγοντες που εμπλέκονται στην παθογένεση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση του κροταφογναθικού συνδρόμου (Temporomandibular joint syndrome, TMJ). Αναρτημένη εργασία στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ψυχολογικής Έρευνας. Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία. Πάτρα. (Μάιος 1996).